Αναζήτηση μνημείων

Η μονή Οδηγήτριας βρίσκεται στα ΝΔ της οροσειράς των Αστερουσίων ανάμεσα στον οικισμό Λίσταρο και τον όρμο των Καλών Λιμένων σε μία περιοχή με συνεχόμενη μοναστική παρουσία για αιώνες. Αν και το καθολικό της μονής φέρει τοιχογραφικό διάκοσμο του 14ου αι., γεγονός που δεικνύει τη χρήση του χώρου ήδη από την εποχή αυτή, οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες ανάγονται στον 16ο αι. Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας η μονή πήρε ενεργό μέρος στις κρητικές επαναστάσεις του 19ου αι., με εξέχουσα μορφή στην επανάσταση του 1821, τον μοναχό Ιωάσαφ, τον επονομαζόμενο Ξωπατέρα, με αποτέλεσμα τη λεηλασία της το 1828 και το 1866. Παρόλα αυτά η μονή ανασυγκροτήθηκε εκ νέου και συνεχίζει την αδιάλειπτη πνευματική προσφορά της στην ευρύτερη κοινωνία της Μεσσαράς ως τις μέρες μας. Το κτηριακό συγκρότημα έχει αμιγώς φρουριακό χαρακτήρα, όπως διαπιστώνεται και από τον πύργο που υψώνεται στην ΒΔ γωνία του περιβόλου. Στον παλαιότερο πυρήνα της ανήκει η κεντρική πύλη του περίβολου η οποία φέρει την χρονολογία 1568. Tο παλαιό ελαιοτριβείο διασώζει ακέραιο τον εξοπλισμό του 17ου-18ου αι. Η πλειονότητα των επιμέρους κτισμάτων είναι του 18ου και του 19ου αι., όπως η τράπεζα του 1782, ενώ ο φούρνος και το ηγουμενείο είναι των αρχών του 20ου αι. Το δίκλιτο καθολικό είναι αποτέλεσμα διαδοχικών επεμβάσεων σε ένα μονόχωρο ναό του 14ου αι., το σημερινό νότιο κλίτος. Στον αρχικό αυτό ναό προστέθηκαν μεταγενέστερα το βόρειο κλίτος, το αφιερωμένο στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο και το νότιο στον Άγιο Φανούριο από το οποίο σήμερα διασώζεται μόνο το περίγραμμα της τοιχοποιίας. Στα μέσα του 14ου αι. πιθανόν προστέθηκε και ο σταυρεπίστεγος νάρθηκας του οποίου το νότιο τμήμα κατεδαφίστηκε σε άγνωστη εποχή. Ο νάρθηκας εικονογραφήθηκε με αξιόλογης τέχνης τοιχογραφίες επίσης των μέσων του 14ου αι., ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν στον βόρειο τοίχο δύο σκηνές από το συναξάρι του Παύλου του Θηβαίου και του αγίου Αντωνίου, καθώς και δεκαέξι σωζόμενοι οίκοι από τον Ακάθιστο Ύμνο. Αξιοσημείωτη είναι η απεικόνιση του κτήτορα μοναχού Γρηγορίου μαζί με άλλους μοναχούς, σε έναν από τους Οίκους στον νάρθηκα, τους οποίους ευλογεί ο Χριστός Παντοκράτορας. Στη νότια πλευρά του ναού διακρίνονται, όπως προαναφέρθηκε, τα θεμέλια του κλίτους του αγίου Φανουρίου, στο εσωτερικό του οποίου σώζεται ο τάφος του 1602 του Αλούζιου Τριβηζάνου, πιθανόν προύχοντα της περιοχής. Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζουν οι τέσσερις αριστουργηματικές, όπως έχουν χαρακτηριστεί, εικόνες του μεγάλου ζωγράφου της Κρητικής Σχολής Αγγέλου ο οποίος τις ζωγράφισε για το τέμπλο του ναού. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωρίζει η εικόνα με τον Ασπασμό των πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου, εικονογραφικός τύπος ο οποίος δημιουργήθηκε από τον Άγγελο και αποτελούσε συμβολική παράσταση της συμφιλίωσης των χριστιανικών εκκλησιών Ανατολής και Δύσης. Η μονή με τη συνεχή λειτουργία της ανά τους αιώνες προσέθεσε στη δικαιοδοσία της άλλα μικρότερα μοναστήρια, ενώ παράλληλα ιδρύθηκαν μετόχια και ναοί όπως ο Άγιος Αντώνιος στο Αγιοφάραγγο και η Παναγία στον Μάρτσαλο, σε παρακείμενο λαξευμένο κελλί της οποίας ασκήτεψαν για ένα διάστημα οι άγιοι Παρθένιος και Ευμένιος. Κοντά στη μονή Οδηγήτριας από τα σημαντικότερα εξαρτήματα είναι και η κατεσ­τραμ­μένη σήμερα μονή των Αγίων Ευτυχίου και Ευτυχιανού στη θέση «Αγιούς». Ο ναός των δύο αγίων της τοπικής εκκλησίας ιδρύθηκε από τον άγιο Ιωάννη τον Ξένο, μία από τις σημαντικότερες μορφές του κρητικού μοναχισμού, ο οποίος είχε δράσει παλιότερα κατά τον 11ο αι. Σήμε­ρα από το συγκρότημα διατηρείται μόνο τμήμα του ερει­πωμένου ναού, σε μία όψιμη ανακατασκευή από τα χρόνια της βενετοκρατίας, εποχή στην οποία ανήκει το σωζόμενο ταφικό μνημείο-αρκοσόλιο, καθώς και το παρακείμενο σπηλαιώδες παρεκκλήσιο.