Αναζήτηση μνημείων

Σε μικρή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο της Γόρτυνας και λίγο έξω από το χωριό Μητρόπολη, υπάρχουν τα ερείπια μιας μεγαλόπρεπης παλαιοχριστιανικής πεντάκλιτης βασιλικής η οποία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Τίτο. Πρόκειται για την μεγαλύτερη γνωστή Βασιλική της Παλαιοχριστιανικής περιόδου της Κρήτης και μια από τις μεγαλύτερες του Ελλαδικού χώρου. Το μεγάλο της μέγεθος, η πολυτέλεια των υλικών κατασκευής, η πλούσια διακόσμηση καταδεικνύουν ότι εδώ ήταν η έδρα μιας πολύ ισχυρής και ακμάζουσας μητρόπολης.

Αναλυτικότερα,

ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ
Τό επιστημονικό αυτό άρθρο είναι από τό βιβλίο “CRETA ROMANA E PROTOBIZANTINA, ATTI DEL CONGRESSO INTRENAZIONALE (Iraklion 23-30 settembre 2000) VOLUME II”

Η μεγάλη Παλαιοχριστιανική Βασιλική που ανασκάπτεται από τον εισηγητή της Έκθεσης αυτής και σε συνεργασία με την Ιταλική Σχολή, εντοπίστηκε στην άμεση περιοχή και βόρεια της σημερινής μικρής κοινότητας της Μητρόπολης. Κατά τη διάνοιξη τάφρων για την παροχή ύδρευσης και τηλεφωνικής σύνδεσης της Μητρόπολης, το 1978 και 1979 και υπό την επίβλεψη της Ιταλικής Σχολής που ανασκάπτει τη Γόρτυνα από τον περασμένο αιώνα ήλθαν στο φως αρχαία κτίσματα. Δοκιμαστικές τομές που πραγματοποίησε ο δ/ ντης της Σχολής καθηγητής Di Vita το 1980[1], έδειξαν ότι πρόκειται για τα λείψανα παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Οι ενδείξεις αυτές σε συνδιασμό με υπολείματα κόγχης που διεκρίνοντο στον προς ανατολάς αγρό, μας έπεισαν ότι η αρχική υπόθεση πως πρόκειται για μια μεγάλη Παλαιοχριστιανική Βασιλική είναι βέβαιη. Με πρόταση μας και ύστερα από μακροχρόνια διαδικασία απαλλοτριώθηκε, από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων του Υπουργείου Πολιτισμού, ο απαραίτητος μεγάλης έκτασης αγρός ιδιοκτησίας Κατσανεβάκη και έγινε δυvατή η πραγματοποίηση συστηματικής ανασκαφικής έρευνας. Οι ανασκαφές που άρχισαν πραγματοποιούμενες από το 1991 με μηνιαία διάρκεια κατά έτος, απεκάλυψαν τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα γνωστή Βασιλική της Παλαιοχριστιανικής περιόδου της Κρήτης και μια από τις μεγαλύτερες του Ελλαδικού χώρου με την εξαίρεση της μεγαλύτερης Βασιλικής του Mάρτυρα Λεωνίδη, που ανέσκαψε ο αείμνηστος Δημήτριος Πάλλας στο λιμάνι της αρχαίας Κορίνθου Λέχαιο[2].

Εκτός απο το δ/ντητης Ιταλικής Σχολής καθηγητή κ. Di Vita, που πρόθυμα σuνεργάστηκε μαζί μας, από Iταλικής πλευράς συμμετείχαν η κα. RaffaeΙa Farioli Campanati, καθηγήτρια της Χριστιανικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Bologna, η αρχιτέκτων της Ιταλικής Σχολής κα. Maria Ricciardi, που υπήρξε μία ακάματη συνεργάτιδα της ανασκαφής και στην οποία οφείλονται τα πολύ επιμελημένα αρχιτεκτονικά σχέδια, καθώς και η αρχαιολόγος κα. Isabella Baldini Lippolis, όπως και άλλοι μαθητές της Σχολής, συνεργάτες με συνεχή συμμετοχή σε όλες τις περιόδους της έρευνας Από την Εφορεία συμμετείχαν, κατά περιόδους, οι αρχαιολόγοι Α. Τσιγγουνάκη, Ρ. Θεοχαροπούλου, Κ. Γιαπιτζόλου και η αρχιτέκτων Γ. Ηλιάκη. Από τη Δ/ση Βυζαντινών Αρχαιοτήτων έλαβε μέρος και η Π. Σαρικάκη. Τη συντήρηση τμήματος του ψηφιδωτού ανέλαβαν οι συντηρητές της Εφορείας Π. Στελλάκη και Β. Λιονουδάκης βοηθούμενοι από τους συντηρητές Κ. Κυριακάκη και Ν. Σεγρεδάκη.

Θα δοθεί μια συνολική και πολύ συνοπτική πρώτη παρουσίαση των πρώτων αποτελεσμάτων της μέχρι σήμερα ανασκαφής η οποία απεκάλυψε το κύριο σώμα του ναού, δηλαδή το χώρο του Ιερού Βήματος, τον πεντάκλιτο κυρίως Ναό και το Νάρθηκα. Από το προς δυσμάς Αίθριο ανεσκάφη η ανατολική μόνον Στοά, που περιλαμβάνεται και στον απαλλοτριωμένο ήδη χώρο, στον οποίο ανήκει και στη βόρεια πλευρά της Βασιλικής μεγάλος χώρος, που δεν έχει ακόμη ερευνηθεί, μέσα στον οποίο είναι και η πάντοτε φαινομένη Rotonda. Η ανάγκη επέκτασης της ανασκαφής προς τα δυτικά, μετά την εξαγορά του απαραίτητου χώρου και την κατάργηση τoυ εκεί αγροτικού δρόμου, είναι προφανής, καθώς εκτός από την άμεση και αναγκαία αποκάλυψη και μελέτη του συνόλου του γιγάντιου αυτού οικοδομικού συγκροτήματος, θα δοθεί και η δυνατότητα διακρίβωσης της τυπολογίας και του μεγέθους του Αιθρίου και των εκεί τυχόν προσκτισμάτων.

Με την κατασκευή της οδικής αρτηρίας πoυ οδηγεί από τη Γόρτυνα προς τη Μητρόπολη και συνεχίζει προς τα νότια, η Βασιλική έχει χωριστεί σε δυο τμήματα, το Πρεσβυτέριο με την εξέχουσα Αψίδα προς ανατολάς και το πεντάκλιτο ορθογώνιο κύριο σώμα του Ναού, με τον ισοπλατή Νάρθηκα και το Αίθριο προς δυσμάς. Ο κύριος άξονας στρέφει προς τα ανατολικά. Η αρτηρία αυτή εχει καλύψει το χώρο του Φράγματος του Πρεσβυτερίου και της Θριαμβικής Αψίδας και απέκλεισε τη δυνατότητα εξακρίβωσης ύπαρξης Εγκάρσιου κλίτους. Oι δύο γιγάντιοι μονόλιθοι και αρράβδωτοι κίονες, που βρίσκονται πεσμένοι στο κεντρικό κλίτος και δίπλα στη θέση όπου βρισκόταν το Φράγμα του Πρεσβυτερίου, επιβεβαιώνουν την κατασκευή και ύπαρξη Θριαμβικής Αψίδας στη Βασιλική αυτή. Ιδέα της καλής τέχνης των γλυπτών θωρακίων του Τέμπλου δίδει τμήμα θωρακίου χρησιμοποιημένο ως δομικό υλικό σε μεταγενέστερο τοιχίο στο βόρειο μέρος του Βήματος, καθώς και άλλα θραύσματα. Από την Αγία Τράπεζα, του τύπου της ελεύθερης σε κιονίσκους στηριζομένης Τραπέζης, που είναι τοποθετημένη στον ίδιο άξονα με το Σύνθρονο, διατηρείται η κάτω μόνο πλάκα από λευκό μάρμαρο. Η καλυπτήρια, η καθ᾽ αυτό Αγία Τράπεζα, μαρμάρινη προφανώς και αυτή, που δεν έχει ευρεθεί, εστηρίζετο σε εννέα κιονίσκους, ισάριθμους με τις εννέα οπές εφαρμογής των στην κάτω επιδαπέδια πλάκα. Η διάνοιξη των μικρών αυτών κυκλικών οπών των γόμφων, αποτελεί δείγμα της μικτής τεχνικής που αποβλέπει στην εξασφάλιση μεγαλύτερης στερεότητας στην κατασκευή της Αγίας Tράπεζας[3]. Η ακανονίστου σχήματος οπή στο κέντρο της κάτω πλάκας αρχικά ήταν κυκλική, όπως διαπιστώνεται από το ημικυκλικό σχήμα της διατηρημένης βόρειας πλευράς της. Ασφαλώς η φθορά της θα πρέπει να προκλήθηκε από την κατάρρευση της ανωδομής. Δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί η μετά την απομάκρυνσή της σχετική έρευνα για να βεβαιωθεί η ύπαρξη Κρύπτης ή απλού Θαλαμίσκου με Άγια Λείψανα ή ακόμη και ενός Εγκαινίου, όπως συνηθίζεται στις Ανατολικές περιοχές τoυ παλαιοχριστιανικού κόσμου, υπόθεση που επαρκώς δικαιολογεί ο κάτω από την πλάκα διακρινόμενος κενός χώρος[4].

Υπολείμματα κιόνων σε μικρή απόσταση γύρω από την Αγία Τράπεζα αποτελούν σαφείς ενδείξεις για την κατασκευή Κιβωρίου, που εκάλυπτε την Αγία Τράπεζα. ‘Ηταν του τετρακιόνιου τύπου με ορθογώνια διάταξη κιόνων, τα υπολείμματα όμως αυτά, εξαιτίας και της έλλειψης και άλλων ενδείξεων, δεν είναι στοιχεία επαρκή ώστε να προσφέρουν τη δυνατότητα αναπαράστασης της μορφής των επιστυλίων, εάν δηλαδή ήταν ευθέα ή τοξωτά, καθώς και της στέγης του Κιβωρίου, εάν ήταν θολωτή ή πυραμιδοειδής[5]. Το Σύνθρονο, όπου εκάθοντο οι κληρικοί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, διατηρεί σε ικανοποιητικό βαθμό τα βασικά στοιχεία της αρχικής του μορφής. Προσαρμοσμένο στον τοίχο της ημικυλινδρικής κόγχης, έχει ημικυκλικό σχήμα, 9 μ. πλάτος επί 6 μ. βάθος, με κλιμακωτή σειρά εδωλίων. Είναι του Θεατροειδούς τύπου, γνωστού και από μεγάλες εκκλησίες του 6ου αιώνα της Κωνσταντινούπολης (Αγία Σοφία, Αγία Ειρήνη, Αγία Eυφημία), της σύγχρονης με τα μνημεία αυτά Καταπολιανής της Πάρου, καθώς και από άλλες ελληνικές μεγάλης κλίμακας Bασιλικές[6]. Δεν σώζονται όμως πλάκες, μαρμάρινες ή πώρινες, που θα εκάλυπταν τις βαθμίδες, τα Εδώλια δηλαδή, όπου εκάθοντο οι κληρικοί, αλλά ούτε και ο Επισκοπικός Θρόνος που θα ήταν τοποθετημένος στο μέσο της άνω βαθμίδας. Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε, λόγω της μεγαλοπρέπειας της όλης κατασκευής της Βασιλικής, ότι και αυτός θα ήταν πολυτελής, όπως άλλωστε και τα κατεστραμμένα Εδώλια θα είχαν την υπόκοιλη μορφή των πλουσιότερων Βασιλικών, που συναντάται στα αρχαία θέατρα από τα οποία και κατάγεται ο μορφολογικός αυτός τύπος του Συνθρόνου. Διαφέρει ο τύπος αυτός των Εδωλίων από τον απλούστερου τύπου της κοινής λιθοδομής (το opus incertum), που εφαρμόζεται σε δευτερότερης σπουδαιότητας Βασιλικές[7]. Κατά τα άκρα της χορδής του ημικυκλίου της αψίδας διατηρούνται και τα στόμια του σκεπαστού κρυπτού διαδρόμου που βρίσκεται κάτω από το Σύνθρονο, ημικυκλικής μορφής και σε επαφή με τον τοίχο της ημικυλινδρικής κόγχης. Χρησίμευε για την επικοινωνία των δύο πλευρών του Βήματος και είχε κόγχες στην ανατολική πλευρά του τοίχου, για την εναπόθεση λειτουργικών σκευών (λύχνων, θυμιατηρίων, βιβλίων, κ.α.). Λόγω της μορφής του, σε Ανώνυμη περιγραφή της Αγίας Σοφίας Κωvσταντινουπόλεως ονομάζεται ‘Κύκλιον'[8]. Ο ημικυλινδρικός θόλος του διαδρόμου αυτού έxει καταπέσει και οι πεσμένοι στρεπτοί κιονίσκοι, λόγω της θέσης όπου ακόμη απόκεινται, προέρχονται από την κατάρρευση της ανωδομής του τοίχου της κόγχης. Είναι προφανές ότι προέρχονται από το πολύλοβο παράθυρο που είχε κατασκευαστεί στο πάνω μέρος του τοίχου της ημικυκλικής κόγχης, για την είσοδο άπλετου φωτισμού στο χώρο του Βήματος. Στους κιονίσκους αυτούς στηριζόταν τα τόξα του πολύλοβου παραθύρου[9]. Στο δάπεδο, το γνωστό ως ‘Εδαφος ή Πάτος, ονομασία που παραδίδεται από τον Ιωάννη το Γεωμέτρη[10], διατηρούνται στη βόρεια και νότια πλευρά, τμήματα μόνο της επίστρωσης του δαπέδου με πολύχρωμο μαρμαροθέτημα (opus sectile), τεxvική μέθοθος στρώσης του δαπέδου κυρίως του Βήματος των Βασιλικών. Είναι διαιρεμένο σε ‘διάχωρα’, ορθογώνια και κυκλικά, γεωμετρικής καθαρά υφής, με σύνθετα διακοσμητικά θέματα, που σχηματίζουv μικρά πλακίδια πολυχρώμου μαρμάρου, κυρίως τετραγώνου ή πολυγωvικού σχήματος[11]. Τα Παστοφόρια στις πλευρές της κόγχης έχουν υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις από μεταγενέστερες επεμβάσεις και διάφορες ενδιαφέρουσες ταφές και άλλες χρήσεις, ώστε να χάσουν την αρχική αρχιτεκτονική τους μορφή.

Ικανοποιητική όμως είναι η κατάσταση διατήρησης της Σολέας, που είναι τοποθετημένη στον ίδιο άξονα με το Σύνθρονο και την Αγία Τράπεζα, και πoυ από το μέσο της θύρας του Πρεσβυτερίου επεκτείνεται μέχρι τον Άμβωνα, λίγο πριν το μέσο του κλίτους, καταλαμβάνοντας τον κεντρικό άξονά του. Το πλάτος του κεντρικού φθάνει μέχρι τα 11 μ., ενώ των πλαγίων διαφοροποιείται λίγο, 4.25 μ. στα δύο νότια, έναντι των 4 και 3.50 μόνον των δύο βόρειων κλιτών, περιορισμός που ασφαλώς οφείλεται στην εκεί ύπαρξη δρόμου ή μάλλον πλατείας που θα προυπήρχε, χώρος όμως που δεν έχει ακόμη ανασκαφεί. Η αναλογία υπερδιπλάσιου πλάτους του κεντρικού από τα πλάγια κλίτη ακολουθεί τον κανόνα που εφαρμόζεται στις βασιλικές των παραλίων της Μεσογείου, και αποβλέπει στο να προσδώσει μεγαλοπρεπή ευρύτητα στο κεντρικό κλίτος[12]. Λόγω του μεγάλου μεγέθους οι μακρές κιονοστοιχίες περιελάμβαναν από 12 κίονες. Τα προιόντα της κατάρρευσής της είχαν καλύψει τα κλίτη, και έχουν απομακρυνθεί μόνον από το κεντρικό και τα δύο βόρεια. ‘Εχει αποκαλυφθεί πλήθος δομικών υλικών της ανωδομής, όπως λίθοι, τούβλα, στρωτήρες και καλυπτήρες κέραμοι της στέγης, ακέραιοι ή και σε θραύσματα, καθώς και αρράβδωτοι κίονες των κιονοστοιχιών, επιθήματα κιονοκράνων και άλλα ποικίλων χρήσεων αρχιτεκτονικά μέλη, στις θέσεις πτώσης των.

Η τoπoθέτηση, της Σολέας και του άμβωνα στο μέσο του κεντρικού κλίτους και κατά μήκος του κύριου άξονά του χαρακτηρίζει πρακτικές των εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης και των άλλων μεγάλων πόλεων της αυτοκρατορίας. Λίγο υπερυψωμένη από το δάπεδο του κλίτους και κατασκευασμένη με πλάκες πωρολίθου, είναι του τύπου του επιμήκη διαδρόμου, που μαρτυρείται και στην Έκφραση της Ιουστινιάνειας Αγίας Σοφίας του Παύλου Σιλεντιάριου[13]. Διαφέρει από τον τύπο της ορθογώνιας Σολέας που σαν προθάλαμος καταλαμβάνει το χώρο μπροστά από το Φράγμα του Πρεσβυτερίου[14]. Ο Άμβωνας, όπως καθαρά φαίνεται από τη βάση που έχει διατηρηθεί, ήταν του τύπου με δύο κλίμακες και θα τον εκάλυπτε ασφαλώς ένας κυκλοτερής, λίγο ευρύτερος και υπερυψωμένος, από ολόσωμο λευκό μάρμαρο εξώστης, που είτε είχε καταστραφεί είτε είχε μεταφερθεί σε άλλη θέση, εκτός Βασιλικής και δεν έχει ακόμη εντοπισθεί κατά τις ανασκαφές. Ο τύπος αυτός του υπερυψωμένου εξώστη απέβλεπε στο να επιτρέπει την από κάτω δίοδο και κυρίως τη στάση των ψαλτών, λειτουργική πρακτική που αναφέρει και πάλι ο Σιλεντιάριος για την Αγία Σοφία[15]. Ο τύπος του Άμβωνα με δύο κλίμακες είναι γνωστός και από τα ανασκαφικά ευρήματα άλλων Παλαιοχριστιανικών Βασιλικών της Κρήτης. Στη Βασιλική της Αλμυρίδας Αποκορώνου, έχει αποκαλυφθεί η βάση μόνον του Άμβωνα, του τύπου με δύο κλίμακες, που είχε τοποθετηθεί όμως, αντίθετα με τις πρακτικές της Kωνσταντινουπολίτικης παράδοσης, στη βόρεια πλευρά του επιστρωμένου με ψηφιδωτά, του 6oυ αιώνα, κεντρικού κλίτους[16]. Από τη Bασιλική της ανατολικής ακτής της νησίδας της Ελούντας, προήλθε ακέραιoς ο μοναδικός στην Κρήτη διατηρημένος μαρμάρινος κυκλικός εξώστης, με εγχάρακτη τη μεγαλογράμματη κτητορική επιγραφή, που περιτρέχει, την πλευρά του[17]. Οι κυκλοτερείς όμως τοίχοι που περιβάλλουν τη βάση του Άμβωνα της Βασιλικής της Μητρόπολης και στηρίζονται επάνω στο ψηφιδωτό, προέρχονται από μεταγενέστερη, οικοδομική φάση, κατά την ανακατασκευή της βασιλικής.

Το δάπεδο του κεντρικού αυτού κλίτους είναι επιστρωμένο με ψηφιδωτό που σώζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος τoυ, αλλά σε πολύ μέτρια κατάσταση διατήρησης. Αποτελεί τη μεγαλύτερη ως τώρα γνωστή ψηφιδωτή διακόσμηση δαπέδου της Κρήτης. Μαρμάρινος διάδρομος κατά μήκος του κεντρικού άξονα και άλλος εγκάρσιος, λίγο μεγαλύτερου πλάτους, στο μέσο περίπου του κλίτους, σχηματίζουν στο δάπεδο μαρμάρινο διάδρομο σχήματος σταυρού, στις γωνίες του οποίου είναι κατασκευασμένο το ψηψιδωτό. Τα μεγάλα διακοσμητικά ΄διάχωρα΄ διατάσσονται σε δύο συνεχείς παράλληλες σειρές, με κατεύθυνση απο ανατολικά προς τα δυτικά, με δώδεκα ‘διάχωρα’ στην κάθε σειρά, συνολικά εικοσιτέσσερα. Μαρμάρινο πλαίσιο 0.40 μ., περιβάλλει τις σειρές των ‘διαχώρων’, ώστε με τις διευθετήσεις αυτές να επιτυγxάνεται η διαίρεση της επιφάνειας ενός δρομικού χώρου στα δύο. Συνεχές ψηφιδωτό πλαίσιο, με Σηρικούς τροχούς, περιβάλλει τα ‘διάχωρα’ της κάθε σειράς. Τα διακοσμητικά θέματα, που προέρχονται από τη θεματολογική παράδοση της ύστερης αρχαιότητας, εμφανίζουν από τα μέσα του 5ου αι. τάση προς μια έντονη γεωμετρική δομή, απλούστευση των διακοσμητικών θεμάτων και γραμμική απόδοση. Με τα γεωμετρικά αυτά θέματα, συνδυάζονται ζωικές παραστάσεις, καθώς και φυτικά διακοσμητικά μοτίβα, στα οποία κυριαρχούν φυλλοφόροι κλάδοι κισσού. Τα τεχνοτροπικά αυτά γνωρίσματα χρονολογούν το ψηφιδωτό στον 6ο αιώνα[18]. Μετά τη μέση απόσταση του κλίτους και στη νότια σειρά, σε ‘διάχωρο’ η παράσταση Κάνθαρου, από τον οποίο αναδύονται βλαστοί με κισσόφυλλα, πoυ πλαισιώνονται από τα συμβολικά στο παλαιοχριστιανικό θεματολόγιο αντωπά παγώνια[19]. Το κεντρικό θέμα περιβάλλεται από κυκλική συνεχή ταινία, στην οποία αναγράφεται η ψηφιδωτή επιγραφή σε δύο σειρές με μαύρες ψηφίδες και σε μεγαλογράμματη γραφή ‘ΕΠΙ ΒΕΤΡΑΝΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΤΑΤΟΥ ΚΑΙ MAKAPIOTATOΥ ΗΜΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΗΣ ΨΗΦΩΣΕΩΣ.’ Το λατινογενές όνομα τoυ Βετρανίου, άγνωστο από τις ιστορικές πηγές, αναγράφεται για πρώτη φορά, από την επιγραφή του ψηφιδωτού, στον κατάλογο των Αρχιεπισκόπων Κρήτης. Μονόγραμμα σε επίθημα ιονικού κιονοκράνου, εκ περισυλλογής από τη Γόρτυνα στη Αποθήκη της Υπηρεσίας, ίσως είναι του Βετρανίου. Είναι ενδιαφέρον ότι στην ίδια νότια πλευρά και κοντά στη δυτική άκρη του κλίτους διατηρούνται λίγα γράμματα σε μεγαλογράμματη γραφή της επιγραφής ΕΠΙ Θ……. ΤΟΥ…….. ΤΟΓ… Θ. Η κατεστραμμένη αυτή επιγραφή προφανώς σχετίζεται με το χορηγό της αρχικής ψηφιδωτής διακόσμησης του δαπέδου, όπως βεβαιώνει η άλλη επιγραφή που αναφέρεται στην “ανακαίνιση” από τον Αρχιεπίσκοπο Βετράνιο. Το μετά την πρόθεση ΕΠΙ γράμμα Θ, είναι προφανώς αρχικό κυρίου ονόματος, ανάλογα και με την άλλη επιγραφή ΕΠΙ BETPAΝIOY. Το γράμμα αυτό Θ ίσως είναι το αρχικό του ονόματος Θεόδωρος, αφού άλλος αρχιεπίσκοπος Γόρτυνας με το αρχικό Θ στο όνομα δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των γνωστών Αρχιεπισκόπων Κρήτης της εποχής, που είχαν τότε ως έδρα τη Γόρτυνα. Η προτεινόμενη ταύτιση ενισχύεται και από την εγχάρακτη επιγραφή σε μαρμάρινο επιστύλιο από τη Γόρτυνα, στην οποία αναφέρεται ο Επίσκοπος Γόρτυνας και Μητροπολίτης Κρήτης Θεόδωρος, ἐπί Θεοδόρου τοῦ ἁγιω(τάτου) ἀρχιεπισκόπου, ὥς ἀνανεωτής ‘τοίχου’, το 539[20]. Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόδωρος είναι γνωστός και από τη συμμετοχή του στις Συνόδους 536 και 553 που συγκάλεσε ο Ιουστινιανός στην Κωνσταντινούπολη. Αν και η Εκκλησία Κρήτης δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, έλαβε μέρος στην κατά των Μονοφυσιτών Ενδημούσα Σύνοδο του 536 και υπέγραψε τα Πρακτικά, ενέργεια που εκφράζει τα Ορθόδοξα φρονήματά του αλλά και την αποδοχή της θρησκευτικής πολιτικής του αυτοκράτορα. Για τις θεολογικές του απόψεις, την απόρριψη δηλαδή των ακραίων θέσεων της Αντιοχειανής Μονοφυσιτικής θεολογίας και τη στάση του έναντι της θρησκευτικής πολιτικής του Ιουστινιανού, μόνος από όλους τους Επισκόπους του Ανατολικού Ιλλυρικού, που μαζί με την Κρήτη μέχρι το 733 υπήγετο στη διoικητική δικαιοδοσία του Πάπα Ρώμης, προσκλήθηκε στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο του 553, που καταδίκασε τα Τρία Κεφάλαια[21]. Η εκκλησιαστική του επομένως δράση συμπίπτει με τους χρόνους του Ιουστινιανού, εποχή ανέγερσεως της Βασιλικής. Ο Αρχιεπίσκοπος αυτός θα πρέπει να ειναι ο ΄κτήτωρ΄ της μεγάλης εκκλησίας, που ανοικοδόμησε ως Καθεδρικό της πρωτεύουσας Γόρτυνας, στη μνήμη του πρώτου Επισκόπου Κρήτης Αγίου Τίτου.

Κατά τις εργασίες συντήρησης του νοτιοδυτικού τμήματος του ψηφιδωτού, διαπιστώθηκε μερική καταστροφή του ψηφιδωτού του Θεοδώρου και επομένως αιτιολογείται και η ανάλογη ανακαινιστική επέμβαση του Βετρανίου. Κατά την ανακαίνιση της πρώτης κτητορικής επιγραφής διατηρήθηκε όσο μόνο τμήμα της είχε μέχρι τότε διασωθεί, και μαζί το προβληματικό γράμμα Θ, χωρίς δηλαδή συμπληρώσεις, τουλάχιστον του ονόματος του γνωστού ασφαλώς τότε πρώτου κτήτορα, ως εάν ο δεύτερος ψηφοθέτης ή πάτρωνας δεν ήθελε να διασωθεί στην ιστορική μνήμη το όνομα του πρώτου. Ο κενός χώρος συμπληρώθηκε με σχηματοποιημένο φολιδωτό κόσμημα. Η διάκριση των δύο φάσεων του ψηφιδωτού είναι εμφανής, δεδομένης και της διαφοράς ποιότητας του πετρώματος των ψηφίδων, του διαφoρετικού μεγέθους και πάχους των, μεγαλύτερο αυτό της ανακαίνισης, της σύνθεσης του κονιάματος και ακόμη του υλικού της συγκόλλησης. Από την άποψη αυτή αξιοπρόσεκτη είναι και η κάποια διατάραξη του σχεδίου στα σημεία προσαρμογής της ανακαίνισης στα διατηρούμενα τότε τμήματα του αρχικού μωσαϊκού. Με την πραγματοποίηση των απαραιτήτων εργασιών συντήρησης θα καταστεί δυνατός ο ακριβής προσδιορισμός της έκτασης ανακαίνισης του Βετρανίου και οι τυχόν τροποποιήσεις των διακοσμητικών θεμάτων των ‘διαχώρων’.

Εκτός από την επιγραφική μαρτυρία, την προτεινόμενη δηλαδή ταύτιση του Θ με το γνωστό Αρχιεπίσκοπο Θεόδωρο, συνεπικουρεί στη χρονολόγηση της Βασιλικής στην εποχή αυτού του Αρχιεπισκόπου και ένα νόμισμα, follis, του Ιουστινιανού, κοπής του 541/2. Το εύρημα εντοπίστηκε, από προηγούμενες ανασκαφικές έρευνες του Di Vita, λίγα μέτρα βόρεια της Bασιλικής, στον υπόνομο κάτω απο το πλακόστρωτο του αρχαίου δρόμου που οδηγεί μέχρι τη βόρεια πλευρά της[22]. Η ανακαίνιση επομένως του Βετρανίου θα πρέπει να χρονολογηθεί μετά τη χρονολογία που προσφέρει το νόμισμα και κυρίως μετά την εποχή αρχιερατείας του Θεοδώρου, και, πάντως, πριν από 617 /20, όταν από τα ανασκαφικά δεδομένα διαπιστώνεται ανακατασκευή της Βασιλικής, μετά από καταστροφή που προκάλεσε σεισμός. Η νομισματική αυτή μαρτυρία όπως και η ταύτιση του γράμματος Θ ως αρχικού του ονόματος Θεόδωρος, σε συνδιασμό και με τα άλλα μορφολογικά στοιχεία, συνεπικουρούν στη χρονολόγηση του αρχικού κτίσματος στούς χρόνους του Ιουστινιανού. Παρά την πολύ επιμελημένη έρευνα μέσα στην ίδια τη Βασιλική μέχρι τώρα δεν έχουν ευρεθεί στο στρώμα καταστροφής, όσο έχει ερευνηθεί, νομίσματα, ευρήματα που θα προσέφεραν εξακριβωμένους και ακριβέστερους χρονολογικούς προσδιορισμούς.

‘Οσον αφορά όμως το ψηφιδωτό είναι γνωστός ο συντηρητικός χαρακτήρας της τέχνης αυτής, που οφείλεται στον κυριαρχικό ρόλο του γεωμετρικού κοσμήματος, το οποίο επαναλαμβάνεται αναλλοίωτο. Η εξελικτική φάση της τεχνοτροπίας εκτέλεσης του ψηφιδωτού δικαιoλογεί τη χρονολόγηση του αρχικού ψηφιδωτού, δαπέδου στην εποχή του Ιουστινιανού[23]. Μεγαλύτερη σχηματοποίηση και ξηρότητα απόδοσης εμφανίζει η μεταγενέστερη επέμβαση του Βετρανίου, που η τεχνοτροπία εκτέλεσης της ανακαίνισης δικαιολογεί τη χρονολόγησή της στο τέλος του 6ου ή τις αρχές του 7ου αι. Η ασφαλέστερη χρονολογική ένταξη των δύο φάσεων του ψηφιδωτού δαπέδου, προυποθέτει αvαλυτική μελέτη της τεχνοτροπίας εκτέλεσης του ψηφιδωτού, μετά τη συστηματική συντήρησή του. Η χρονολογική ένταξη του αρχικού ψηφιδωτού στην εποχή του Ιουστινιανού, συνεπικουρείται και από τα άλλα μορφολογικά αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως το θεατροειδές Σύνθρονο, τη Σολέα και τη μορφή του Άμβωνα. Δεν αποκλείεται η ανέγερση της μεγάλης εκκλησίας της Kρητικής Πρωτεύουσας να είχε ενταχθεί στο οικοδομικό πρόγραμμα των μνημειακών κατασκευών του Ιουστινιανού, δεδομένης και της ενεργού συμμετοχής του Αρχιεπισκόπου Kρήτης στη θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα, όπως διαπιστώνεται από τις Συνόδους στις οποίες έλαβε μέρος. Άλλωστε και μέχρι τους χρόνους της Αραβικής κατάκτησης, το 824 μ.Χ., οι εμπορικοί θαλάσσιοι δρόμοι, από την Ελληνορωμαϊκή ήδη εποχή, παρέπλεαv τα νότια παράλια της Κρήτης, όπου οι εκεί εμπορικοί σταθμοί, όπως το επίνειο της Γόρτυνας Λεβήνα, προσπόριζαν μεγάλα οικονομικά οφέλη, πρόσθετο γεγονός που μπορεί να ερμηνεύσει την ανεύρεση πόρων για την ανέγερση της γιγάντιας Βασιλικής.

Στα πλάγια κλίτη δεν απεκαλύφθησαν ψηφιδωτά, αλλά τα δάπεδα έχουν επιστρωθεί με μεγάλες σχιστολιθικές πλάκες. Εντοπίστηκαν οι στυλοβάτες των κιονοστοιχιών, ακέραιοι, και σε θραύσματα, αρράβδωτοι κίονες και επιθήματα των κιονοστοιχιών που χώριζαν τα κλίτη, διαφόρων χρήσεων αρχιτεκτονικά μέλη, οι δύο πόρτες εισόδου από τη βόρεια πλευρά, καθώς και πολλές παλαιότερες και νεότερες ενδιαφέρουσες ταφές.
Από τις ταφές αυτές ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει κιβωτιόσχημος τάφος, στη νοτιοδυτική γωνία του κεντρικού κλίτους, με διαβρωμένες καλυπτήριες σχιστολιθικές ορθογώνιες πλάκες. Κατά την αφαίρεση τμήματος του ψηφιδωτού για συντήρηση από τη θέση αυτή ευρέθη ο τάφος. Ο άγνωστος από άλλες παλαιοχριστιανικές ανασκαφές της Κρήτης τόπος ταφής με οπή για ‘χοές’ στην καλυπτήρια πλάκα, διαπιστώνεται για πρώτη φορά στη Βασιλική της Γόρτυνας, όπου έχει αποκαλυφθεί πλήθος ταφών. Η οπή, που είχε ανοιχθεί σε καλυπτήρια πλάκα, επάνω ακριβώς από την κεφαλή του νεκρού, χρησίμευε για υγρές προσφορές, τις γνωστές από την αρχαία παράδοση ‘χοές'[24]. Πρόκειται για συνέχιση, κατά την Παλαιοχριστιανιχή περίοδο, ειδωλολατρικών λατρευτικού χαρακτήρα πρακτικών, που η χρήση τους επιβεβαιώνει την επιβίωση των σχετικών με τη λατρεία των νεκρών, κυρίως των ηρώων, αρχαίων εθίμων. Τη θέση όμως του αρχαίου ήρωα καταλαμβάνει ο Μάρτυρας της χριστιανικής πίστης[25]. Και κατά την παλαιοχριστιανική εποχή εξακολούθησε η πεποίθηση επιβίωσης της Ψυχής στο νεκρό σώμα και επομένως η ανάγκη προσφοράς, όπως και στη ζωή, εδεσμάτων, που απετίθοντο σε τράπεζες επάνω από τον τάφο, και ποτών, υγρών προσφορών, που εχύνοντο από την οπή της επάνω πλάκας[26]. Η απόδοση του ανασκαφικού αυτού ευρήματος σε παλαιότερη από τη Βασιλική παλαιοχριστιανική ταφή, οφείλεται κυρίως στην προσεκτική κατά την ανέγερσή της ένταξη του τάφου στη νοτιοδυτική γωνία του κεντρικού κλίτους, χωρίς να προκληθεί φθορά στον τάφο. Από το τέλος του 4ου αι. η λατρεία των Μαρτύρων έχει επικρατήσει και επεκτείνεται και σε Αγίους, και ακόμη σε Επισκόπους και Ασκητές, που έχουν διανύσει το βίο τους στη διακονία του Χριστού[27]. Με την επικράτηση της τιμής των Μαρτύρων, αυξάνεται και η τάση εναπόθεσης λειψάνων τους σε εκκλησίες, γεγονός που ερμηνεύει το μεγάλο πλήθος ταφών στη Βασιλική[28].

Ταφές υπάρχουν και στη βόρεια αντίστοιχα πλευρά μέσα σε πολυγωνικό κτίσμα, που προσκολλάται σε λοξή διάταξη στον επιμήκη Νάρθηκα. Φαίνεται ως εάν να προσαρμόστηκε η βόρεια πλευρά του στο κτίσμα αυτό, ώστε ο βόρειος στενός τοίχος του Νάρθηκα να αποκλίνει από την ευθεία. Η απόκλιση αυτή είναι προβληματική και απαιτεί ειδική έρευνα διακρίβωσης της ενδεχόμενης ή μη προγενέστερης κατασκευής του πολυγωνικού κτίσματος. Συνήθως τα Βαπτιστήρια ήταν προσαρτημένα στους Νάρθηκες και τα Αίθρια των Βασιλικών και συγκοινωνούσαν με θύρες με τα μέρη αυτά του ναού[29], ή ακόμη και σε άλλες θέσεις, σε μικρή απόσταση και σε ποικίλα αρχιτεκτονικά σχέδια, που έχουv χρησιμοποιηθεί και στα Παλαιοχριστιανικά Βαπτιστήρια της Κρήτης[30]. Παλαιότερη ανασκαφή δυτικά της Βασιλικής απεκάλυψε τετράκογχο παλαιοχριστιανικό κτίσμα, που η χρήση του ως Βαπτιστηρίου επιβεβαιώνεται από την ορθογωνική κολυμβήθρα στο κέντρο, και την οπή εκροής του ύδατος στη νότια στενή πλευρά[31]. Η ταυτιση όμως του πολυγωvικού κτίσματος στη βόρεια πλευρά του Νάρθηκα με Βαπτιστήριο προϋποθέτει συμπληρωματική έρευνα, καθώς εκτός από τις ταφές, θα πρέπει να διευκρινισθεί η ύπαρξη των καθιερωμένων χώρων, (εξώτερος και εσώτερος οίκος) και των τεχνικών υδραυλικών κατασκευών της κολυμβήθρας, πoυ προαπαιτούνται για τη λειτουργική αυτή χρήση[32]. Στο δάπεδό του έχουv αποκαλυφθεί κιβωτιόσχημοι τάφοι, από τους οποίους ο ένας πλαισιώνεται με γεωμετρικής υφής ψηφιδωτό κόσμημα και έχει καλυψθεί με opus sectile.

Συμπληρωματική έρευvα σε βαθύτερα στρώματα θα διευκρινίσει τη χρήση του κτίσματος.

Στη μεγάλη πλατεία που ανοίγεται βόρεια της Βασιλικής διατηρείται το από πάντοτε ορατό[33] κυκλικό κτήριο, Rotonda, που μερικώς μόνον έχει ερευvηθεί. Στην εσωτερική πλευρά των τοίχων ανοίγονται ημικυκλικές κόγχες, από τις οποίες δύο, στov άξονα από Α. προς Δ., είvαι είσοδοι. Τομή στην επίχωση, από την κατάρρευση του θόλου της στέγης, απέδοσε αρχιτεκτovικά μέλη από τους κίονες που ήταν στις ακμές των κογχών, καθώς και πλακίδια μαρμαροθετήματος. Η λειτουργική χρηση και σχέση με τη Βασιλική, ίσως ως Βαπτιστηρίου[34], θα διευκρινισθεί μετά τη συστηματική αvασκαφική του έρευvα. Τα από τη ρωμαϊκή κυρίως αρχιτεκτονική καταγόμενα κυκλικά κτήρια είχαν ευρεία χρήση και ως Βαπτιστήρια (φωτιστήριον), λόγω της ανάγκης έξαρσης του κέντρου. Με την ανασκαφή της βόρειας και νότιας πλευράς του Ναού και του Αιθρίου, όπου και να ήταν ενδεχομένως ιδρυμένο το Βαπτιστήριο, θα λυθεί το σχετικό πρόβλημα.

Από άλλες δοκιμαστικές τομές, βάθους 0.50 μ., βρέθηκαν δύο τμήματα ασπρόμαυρου ψηφιδωτού, το ένα στο Ιερό Βήμα, καθώς και σπάραγμα δαπέδου με πλακίδια, μικρά ευρήματα που μαζί και με τα υπολείμματα αψίδας προέρχονται από παλαιότερο στο χώρο αυτό κτήριο, πιθανόν λατρευτικής χρήσης. Τα στοιχεία όμως αυτά που αποκάλυψαν στρωματογραφικές έρευνες είναι ανεπαρκή για τον προσδιορισμό της μορφής και της λειτουργικής τους χρήσης. Είναι προφανές ότι η Βασιλική οικοδομήθηκε επάνω σε παλαιότερα ερείπια, ίσωs προγενέστερης Βασιλικής, και από τα δομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερσή της πολλά είναι σε δεύτερη χρήση, όπως αρχαίες, μερικές ακόμη και της αρχαϊκής εποχής, επιγραφές. Πλήθος αρχιτεκτονικών μελών έχει αποκαλυφθεί από τα ανασκαμμένα κλίτη, κίονες, κιονόκρανα και διάφορα άλλα αρχιτεκτονικά μέλη. Από τα κιονόκρανα, το ένα είναι δίζωνο με κριούς και στο άλλο διακρίνονται ίχνη επιχρύσωσης, ασφαλής μαρτυρία, σε συνδυασμό και με άλλες ενδείξεις, όπως σπαράγματα ψηφιδωτών τοίχου και τοιχογραφιών με γεωμετρικής υφής κοσμήματα σε έντονα χρώματα, ότι σε όλες τις οικοδομικές φάσεις και ανακαινίσεις της επρόκειτο πάντοτε περί μιας πολυτελούς κατασκευής μεγάλων διαστάσεων (67 χ 33 μ. περίπου), διαστάσεις στις οποίες θα πρέπει να προστεθεί και το μήκος του Αιθρίου, που κατά πρόχειρη εκτίμηση υπερβαίνει τα 30 μ.

Η επιβεβαιωμένη από τα ανασκαφικά δεδομένα εκτεταμένη πραγματοποίηση οικοδομικών εργασιών σε δεύτερη φάση, προϋποθέτει ανάλογης έκτασης καταστροφών της Ιουστινιάνειας Bασιλικής. Εντάσσονται στο πλαίσιο καταστροφών της Bυζαντιvής πόλης της Γόρτυνας, που αποδίδονται σε ισχυρές σεισμικές δονίσεις στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ηράκλειου. Ένας φόλλις (follis) του αυτοκράτορα αυτού, κοπής 620/1, εντοπίστηκε στην επίχωση του δρόμου που διέρχεται δίπλα από το νότιο κλίτος, και προέρχεται από τα προϊόντα κατάρρευσης της Βασιλικής[35]. Η ανάλογης προέλευσης επίχωση στα δύο νότια κλίτη, δεν έχει ακόμη αφαιρεθεί για να ερευνηθεί και το τμήμα αυτό του ναού και να εξακριβωθεί η τυχόν ύπαρξη και άλλων νομισματικών ευρημάτων χρονολόγησης. Η έρευνα στα κλίτη αυτά έχει περιορισθεί στην αποκάλυψη του περιμετρικού εξωτερικού τοίχου και του στυλοβάτη της κιονοστοιχίας. Η χρονολογική ένδειξη του νομίσματος αυτού ενισχύεται και από άλλα νομισματικά ευρήματα των ανασκαφών της Bυζαντινής Πόλης της Γόρτυνας. Στο στρώμα δηλαδή καταστροφής βυζαντινής οικίας, πλησίον της Bασιλικής, απεκαλύφθη θησαυρός επτά νομισμάτων του Ηράκλειου και Ηράκλειου-Κωνσταντίνου, από τα οποία το ένα κοπής 616/17.

Τα ευρήματα αυτά, από το δρόμο νότια της Bασιλικής και από τη βυζαντινή οικία, είναι οι μόνες μαρτυρημένες χρονολογικές ενδείξεις εκτεταμένων καταστροφών στη Γόρτυνα κατά την περίοδο αυτή.

Η απόδοση καταστροφών από σεισμό κατα τα πρώτα έτη της βασιλείας του Ηρακλείου, στο χώρο γύρω από το Αιγαίο, συνεπικουρείται και από τα πορίσματα των ανασκαφών του Χ. Μπακιρτζή στη Μακεδονία. Από τον τρόπο καταστροφής ενός, κτηριακού συγκροτήματος στο Τσουκαλαριό της Θάσου, απέδειξε ότι η καταστροφή προήλθε από ισχυρή σεισμική δόνηση που τα νομίσματα του στρώματος καταστροφής χρονολογούν στην πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Ηρακλείου (611 και 615). Με το ίδιο φυσικό φαινόμενο, ισχυρούς δηλαδή σεισμούς, ερμήνευσε και την καταστροφή της παρακείμενης αρχαίας πόλης της Θάσου (Λιμένας), στην οποία οι χρονολογικές ενδείξεις των νομισματικών ευρημάτων στα στρώματα καταστρoφής, φθάνουν μέχρι το 618/9, και απεδέχθη το 620 ή αμέσως μετά ως χρονολογία της καταστροφής από ισχυρούς όμως σεισμούς[36]. Με τη νέα αυτή ερμηνευτική μέθοδο, αναιρεί την άποψη των παλαιότερων ερευνητών ότι η ερήμωση πόλεων της Μακεδονίας προήλθε από κύμα βαρβαρικών επιδρομών, αιτία στην οποία είχαν αποδοθεί παλαιότερα και οι καταστροφές των Φιλίππων (Οκτάγωνο και Επισκοπείο)[37]. Εκτεταμένες άλλωστε καταστρoφές δημοσίων και ιδιωτικών κτηρίων και των τειχών της Θεσσαλονίκης από σεισμούς, γύρω στο 620, περιγράφονται στο Β’ Βιβλίο των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου[38]. Καταστροφές από την ίδια αιτία έχουν διαπιστωθεί και σε άλλες πόλεις γύρω από το Αιγαίο κατά την περίοδο αυτή[39]. Ο σεισμός επομένως που κατέστρεψε την Ιουστινιάνεια Βασιλική και τη Bυζαντινή πόλη της Γόρτυνας, δεν είναι μεμονωμένο τοπικής σημασίας φυσικό γεγονός, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο ισχυρών σεισμικών δονήσεων που ερείπωσαν πόλεις γύρω από το Αιγαίο, κατα το τέλος της πρώτης δεκαετίας της βασιλείας του Ηρακλείου.

Κατά την ανακατασκευή της Βασιλικής μετά το σεισμό, το ψηφιδωτό καλύφθηκε με μεγάλες πλάκες Προκοννησίου μαρμάρoυ, τοποθετημένες επάνω σε επιχωμάτωση 0.12 μ. περίπου, από θραύσματα κεραμιδιών και τούβλων, ανακαταμένα με χαλίκια και χώμα και συμπιεσμένα, υλικά που προέρχονται από την κατάρρευση. Μερικές από αυτές διατηρούνται ακόμη στις αρχικές τους θέσεις, εγκατεσπαρμένες επάνω στο ψηφιδωτό δάπεδο. Η τοποθέτηση των μεγάλων αυτών πωρίνων πλακών στο ψηφιδωτό επιβεβαιώνει και την πραγματοποίηση της ανακαίνισης του Βετρανίου πριν από το σεισμό του 620, και επομένως προσφέρει ένα ακόμη όριο ante quem για τη χρονολογική ένταξη της ανακαίνισης του ψηφιδωτού. Οι κίονες που δεν χρησιμοποιήθηκαν στις επισκευές, τοποθετήθηκαν σε σειρά στην εξωτερική πλευρά του νότιου τοίχου, δεύτερη χρήση που απαντά στη Γόρτυνα μετά την καταστροφή και αλλού[40]. Από το χώρο αυτό προέρχεται το νόμισμα του Ηράκλειου για το οποίο έγινε ήδη λόγος. Στη νέα αυτή οικοδομική φάση του μνημείου και για την επαρκή στατική στήριξη της μεγάλης στέγης, κατασκευάστηκε συμπαγής ισχυρή τοιχοποιῒα, που πιθανόν περιέκλεισε και κίονες, με πλατιά τοξωτά, κατασκευασμένα με τούβλα, ανοίγματα επικοινωνίας με τα πλάγια κλίτη. Αρχιτεκτονικά μέλη της πρώτης Βασιλικής που σε δεύτερη χρήση τοποθετήθηκαν ως βάσεις στους κίονες των πλαγίων κλιτών, φανερώνουν την προχειρότητα και τη σπουδή της νέας κατασκευής. Ο διάδρομος της Σολέας επεκτάθηκε προς τα πλάγια για την προσθήκη κτιστών θωρακίων, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την κάλυψη με μαρμάρινες στενόμακρες πλάκες του ψηφιδωτού, δαπέδου που εφάπτεται στις πλευρές του διαδρόμου αυτού. Στον Άμβωνα επίσης προστέθηκαν στη βόρεια και νότια πλευρά κυκλοτερείς τοίχοι με συμμετρικά ανοίγματα, που περικλείουν το χώρο των ψαλτών ‘Schola Cantorum’. Απέκτησε έτσι ο Άμβωνας, σε απλούστερο όμως τύπο, τη μορφή του μνημειώδη Άμβωνα της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης[41]. Και οι πρόσθετες αυτές κατασκευές, που έχουν στηριχθεί επάνω στο ψηφιδωτό, η επίστρωση δηλαδή του δαπέδου με πλάκες επάνω από επιχωμάτωση και η τελική διαμόρφωση της Σολέας και του Άμβωνα, προσφέρουν επίσης ένα χρονολογικό όριο της ανακαίνισης του ψηφιδωτού από τον Βετράνιο πριν την καταστροφή του 620. Προτάσεις σχεδιαστικής αποκατάστασης της μορφής του κτηρίου και στις δύο κύριες οικοδομικές φάσεις της Βασιλικής, πραγματοποίησε η αρχιτέκτων Μ. Ricciardi, στην οποία οφείλεται και η λεπτομερής, πολύ προσεγμένη, σχεδίαση της κάτοψης και του ψηφιδωτού δαπέδου.

Η τελική καταστροφή φαίνεται να προκλήθηκε από μεγάλο σεισμό, όπως διαπιστώνεται στο στρώμα καταστροφής από τον ακαριαίο τρόπο κατάρρευσης, τη θραύση και πτώση των κιόνων και στρώση όλων των άλλων δομικών υλικών στο έδαφος. Ο Ιωάννης Ζωναράς στην Επιτομή Ιστοριών αναφέρει, κατά την περίοδο της βασιλείας του Κώνστα Β’ (641-668), ισχυρό σεισμό, ‘κλόνο τῆς γῆς’, που προκάλεσε την κατάρρευση πολλών οικοδομημάτωv, ‘καί πολλά τῶν οικοδομημάτων κατάβαλε[42]. Στην περίοδο αυτή μαρτυρείται και η παρακμή της ζωής των μεγάλων πόλεων του Βυζαντινού κράτους, με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη[43]. Ο Θεοφάνης στη Χρονογραφία κάνει λόγο για ισχυρό σεισμό στην Κρήτη κατά τη νύκτα της 7ης Απριλίου του έτους 795, ‘γέγονε σεισμός ἐν τῇ νήσῳ Κρήτη φοβερώτατος'[44]. Ο Ζωναράς δεν αναφέρει περιοχές που ερειπώθηκαν και ούτε ο Θεοφάνης τις επιπτώσεις του σεισμού. Και οι πηγές που αναφέρουν Αραβικές επιδρομές, δεν παραδίδουν μαρτυρίες για το ρόλο τους στην ερείπωση πόλεων[45]. Λόγω της απουσίας σχετικών ενδείξεων από το στρώμα της τελικής καταστροφής, είναι προβληματική η χρονολογική ένταξη της τελικής κατάρρευσης της Βασιλικής. Είναι εύλογο να ενταχθεί στην περίοδο καταστροφής ολόκληρης της πόλης της Γόρτυνας, που έδωσε τέλος στη ζωή της ως οργανωμένου διοικητικού κέντρου και οικιστικού συνόλου. Μια χρονολόγηση μεγάλης καταστροφής της Γόρτυνας από σεισμό, κατά το τέλος της βασιλείας του Κώνστα, επιβεβαιώνουν τα νομισματικά και άλλα ανασκαφικά ευρήματα της βυζαντινής πόλης, που ανασκάπτει ο καθηγητής Antonino Di Vita[46]. Σε αυτήν την τελική καταστροφή της Γόρτυνας είναι εύλογο να ενταχθεί χρονολογικά και η κατερείπωση της μεγάλης Βασιλικής, δεδομένης της απουσίας επακριβωμένων πληροφοριών από το έως τώρα ανασκαπτόμενο μνημείο. Μετά την τελική καταστροφή και της Βασιλικής, αναπτύχθηκαν οικιστικοί πυρήνες σε πολλά σημεία των ερειπίων της, όπως και σε άλλες θέσεις στην πόλη της Γόρτυνας[47]. Από το τέλος όμως του 7ου αι. η ζωή της μεταφέρθηκε στην ασφαλέστερη θέση της οχυρωμένης Ακρόπoλης και μαζί με τη ζωή της πόλης έπαυσε και ο ρόλος του ανώτερου κλήρου στη διακυβέρνηση, που χάρις στη νσμοθεσία του Ιουστινιανού, ήταν και defensor civitas της βυζαντινής αυτοκρατορίας[48].

Την ανάμνηση της περίλαμπρης αυτής Μητρόπολης, αφιερωμένης στον πρώτο Επίσκοπο Κρήτης Απόστολο Τίτο, διέσωσε η παράδοση στην ονοματοθεσία της παρακείμενης παλαιάς κοινότητας, που και σήμερα εξακολουθεί να λέγεται Μητρόπολη.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗΣ

[1] Di Vita 1980, σ. 71-79. ΑΔελτ 17, 1961-62, Β’ Χρονικά, σ. 69-78.
[2] PALLAS 1977, p. 176. Δ. ΠΑΛΛΑΣ, Ἀνασκαφαί Λεχαίου,
[3] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-l956, σ. 444 κ.ε.
[4] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 454 κ.ε. Γ ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Αἱ Χριστιανικαί Θῆβαι τῆς Θεσσαλίας καί Αἱ Παλαιοχριστιανικαί Βασιλικαί τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 1931, σ. 125 κ.ε., 236 κ.ε. (στο εξής ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Βασιλικαί).
[5] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952- 1956, σ. 471 κ.ε. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Βασιλικαί σ. 237 κ.ε.
[6] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 490 κ.ε., ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Βασιλικαί, σ. 170,189,σ. 497.Α. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, ΑΕ 1956, σ. 23.ΕΥ. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ, Ἔκφρασις Ἁγίας Σοφίας, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Ἀθῆναι 1908, ανατύπωσηαπο Εκδόσεις Β.Γρηγοριάδη και Υιοί Ο.Ε., Ἀθῆναι, τ. Β΄, σ. 127-129, και σ. 77-130 περί Αγίου Βήματος. Α. VAN MILLIGEN, Byzantines churches of Constantinople, London1912, σ. 96, εικ. 31. T.F. MATHEWS, The early Churches of Constantinople, Arhitecture and Liturgy, Princeton Press, London 1971, σ. 61-67 εικ. 53, σ. 81-87 εικ. 62-68. R. NAUMANN, H. BELTING, Die Euphemiakirche am Hippodrom zu Instanbul und ibre Fresken, Berlin 1996, σ. 47-49, 93-94, εικ. 20a,b. R. KRAUTHEIMER, Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Μετάφραση Φ. Μαλλούχου-Τουφάνο, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθηνα 1991, σ. 309-311, 287, 257 κ. ε. JEWELL- HASLUCK, The Church of our Lady of the Hundred Gates in Paros, London 1929, σ. 10. W.S. GEORGE, The church of Saint Eirini at Constantinople, σ. 4-5.
[7] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 497.
[8] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 494. σημ. 1.
[9] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 423.
[10] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 257. MIGNE, Ελληνική Πατρολογία, (ΚΕ.Π.Ε.), τ. 106, Carmina Varia, στ. 943 Β. (τοῖς ἐξαποστίλβουσιν ἐν ΄πάτῳ΄ λίθοις).
[11] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 257 σημ.6, εικ. 208-210.
[12] Α. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Δύο Παλαιοχριοτιανικαί Βασιλικαί τῆς Κῶ, ΑΕ 1966, σ. 9-10 ανατύπου.
[13] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 536. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ, Ἔκφρασις, τ. Β , σ. 64-76, όπου οι σχετικοί στίχοι Παύλου Σιλεντιάριου στις σ. 52—57 και MIGNE, Ελληνική Πατρολογία, τ. 86, μέρος Β’, στ. 235.
[14] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 535.
[15] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 555, 558. Σιλεντιάριος, Ἔκφρασις Ἁγίας Σοφίας, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. 86, στ. 50-296. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ, Ἔκφρασις, τ. Β’ , κεφ. Η’, σ. 7-64, εικ. 242-245 (στις σ. 52-57 οι στίχοι του Σιλεντιάριου οι σχετικοί με τον Άμβωνα). Τον Αντωνιάδη επαναλαμβάνει και ο FRIEDLANDER, Johannes von Gaza und Paulus Silentiarioys, Berlin 1912.
[16] ΕΜΜ. ΜΠΟΡΠΟΥΔΑΚΗΣ, ΑΔελτ 29, 1973-1974, Χρονικά, σ. 941-943, σχέδ. 1, πιν. 717.
[17] ΕΜΜ. ΜΠΟΡΠΟΥΔΑΚΗΣ, ΑΔελτ 26, 1971,1975, Χρονικά, σ. 529-533, σχέδ. 1, πιν. 546-548.
[18] ΣΤ. ΠΕΛΕΚΑΝΙΔΗΣ, συνεργασία Π.Ι. ΑΤΖΑΚΑ, Σύνταγμα τῶν Παλαιοχριστιανικῶν Ψηφιδωτῶν Δαπέδων τῆς Ἑλλάδος, Ι, Νησιωτική Ἑλλάς, Κέντρον Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 26.
[19] ΠΕΛΕΚΑΝΙΔΗΣ-ΑΤΖΑΚΑ, Ψηφιδωτά, σ. 23.
[20] ΙC ΙV, 398, n. 460. Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, Ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης κατά τoύς Η’-ΙΓ’αί καί ὁ Τίτλος τοῦ Προκαθημένου αὐτῆς. Ε.Ε.Β.Σ., τ. ΚΔ, 1954, σ. 81, σημ. 3-4, όπου η λοιπή βιβλιoγραφία. PITTON DE TOURNEFORT, Relation d’ un Voyage du Lenant, Paris, Imprimerie Royale 1717, σ. 64.
[21] J.D. MANSI, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio, Austria 1960, VIII, 1143, IX, 174. Πρακτκά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εκδόσεις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος, τ. Β, σ. 285, Μελετίου Μητρoπoλίτoυ Νικοπόλεως, Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος, Αθήνα 1985, σ. 598. Για τον τίτλο του Προκαθημέvου της Εκκλησίας Κρήτης βλ. Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία, σ. 80 κ. ε. Β. ΣTEΦΑΝΙΔΗΣ, Ἐκκλησιαστική Ιστορία, Ἀθῆναι 1998, σ. 258. Δ. ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, Ἀθῆναι 1972, σ. 200. Ι. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ἰστορία Βυζαvτιvοῦ Κράτους Θεσσαλοvίκη 1981, τ. Β΄, σ, 135.
[22] DΙ VITA 1994b, σ. 5.
[23] ΠΕΛΕΚΑΝΙΔΟΥ-ΑΤΖΑΚΑ, Ψηψιδωτά, σ. 23.
[24] D. KURT, J. ΒOARDΜAN, Creek Βurial Customs, Ν. LASKARlS, Monuments Funeraires Paleocbretiens et byzantins de Crece. εκδ. Βασιλόπουλος 2001, σ. 268-269, fig. Α2, Α7, Α8, Α23, Α46, Β11.
[25] Η. DELEHAYE, Les origines du martyrs, Bruxelles 1933, σ. 406.
[26] ΟΡΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 482-483.
[27] Θ.Η.Ε., τ. 8, σ. 804.
[28] R. KRAUTHEIMΕR, Αρχιτεκτονική, σ. 126.
[29] Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Χριστιανική καί Bυζαντινή Ἀρχαιολογία. Ἀθῆvαι, 1962, σ. 220.
[30] Α. KHATCHATRIAN, Les baptisteres paleocbretiennes, Paris 1962, Ν. 188, 193, 198. Ι. BΟΛΑΚΑΚΗΣ, Τά παλαιοχριστιανικά Βαπτιστήρια τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1976, σ. 30 κ.ε.
[31] ΕΜΜ. ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗΣ, ΑΔελτ 28, 1973, 1978, Xροvικά, σ. 604-605, σχεδ. 1. Για άλλα Bαπτιστήρια της Κρήτης βλ. Ν. ΠΛΑΤΩΝ, Αἱ Ξυλόστεγοι Παλαιοχριστιανικαί Βασιλικαί τῆς Kρήτης, Πεπραγμέvα τοῦ Θ΄ Διεθνοῦς Bυζαντινoλογικoῦ Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1953, τ. Α’, 1955, σ. 421. Κ. KΑΛOΚYPHΣ, Ἀνασκαφή Βασιλικῆς ἐν Bυζαρίῳ Κρήτης, Πρακτικά Ἀρχαιολογικής Ἑταιρείας, 1956, σ. 243-261 και 1958, σ. 243-251. Avασκαφική έρευνα στη Rotonda Επισκοπής Κισάμου απεκάλυψε Παλαιοχριστιανικό Βαπτιστήριο στο νότιο Παστοφόριο, την Κολθμβήθρα του οποίου περιβάλλει ψηφιδωτό δάπεδο. Και άλλη μαρμάρινη Κολυμβήθρα απόκειται στον ορθογώνιο Νάρθηκα τουι κυκλικού ναού. G. GΕROLA, Monuimenti veneti nell’ isola di Creta, μετάφραση Σ. Σπανάκη, εκδοτική φροντίδα Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Σύvδεσμος Τ.Ε.Δ.Κ. Κρήτης 1993, σ. 69-71, εικ. 29-32. Μ. AΝΔPIΑΝΑΚHΣ, Συμπόσιο Χ.Α.Ε., 1984, σ. 5.
[32] Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Αρχαιολογία, σ. 220, σημ. 2.
[33] ΤΟURNEFORΤ, Relation, νοΙ. Α, σ. 58-64, fig. p. 59.
[34] Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Αρχαιολογία, σ. 323-324, και Βασιλικαί, σ. 180. Η. WINDf’ELD-HANSSEN, Edifices antiques α plan central d’ apres les arcbitects de la renaissance et baptisteres paleocbretiens, Acres V’ Congr. Intern. Arch. Chr., 1954 (1957), σ. 391-399. Ι. BΟΛΑΝΑΚΗΣ, Βαπτιστήρια, σ. 42-47.
[35] DI VITA 1994b, σ. 91, σημ. 16, και 467, εικ. 37. DI VITA, 1979-80a.
[36] Χ. MΠΑΚΙPTZHΣ, Τί συνέβη στή Θάσο στίς ἀρχές τοῦ 7ου μ.Χ. αἱ.; Φίλια Ἔπη Εἰς Γεώργιον Ε. Μυλωνᾶν, τ. Γ’, Ἀθῆναι 1989, σ. 339 κ. ε.
[37] Χ. ΜΠΑΚΙΡΤΖΗΣ, Η ημέρα μετά την καταστροφή στους Φιλίππους, Η Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο, Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση, 15-17 Σεπτεμβρίου 1988, Πραχτικά του Α’ Διεθνούς Συμποσίου, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών/Ε.Ι.Ε., Aθήvα 1989, σ. 695-710.
[38] lbidem, σ. 698 και σημ. 6.
[39] 39 DI VITΑ 1979-80a.
[40] 40ΜΠΑΚΙΡΤΖΗΣ, Η ημέρα μετά την καταστροφή στους Φιλίππους. σ. 700, εικ. 3.
[41] 41OPΛΑΝΔΟΣ 1952-1956, σ. 558, σημ 5. Σιλεντιάριος, Ἔκφρασις, στ. 50-296. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ, Ἔκφρασις, σ. 49 κ. ε. D1 VITA 1990-91, σ. 483, σημ. 74. R. FARIOLI CAMPANATI, Gli Amboni della Grecia, Felix Ravenna 137-138, 1989 (1992), p. 171-180., D. PALAS, L’edifice cultuel cbretien oriental, Acres du X Congres Internationale d᾽archeologie Chretienne, Thessalonique, 28 Sept.-4 Oct. 1980, ΙΙ, (Cirta del Vaticano 1984), σ. 71-79. Ρ. FRΙEDΙANDER, Descriptio, σ. 263 κ. ε. ST. XYDIS, The Cancel Βarried, Solea and Ambo of Hagia Sopbia, Art Bulietin ΧΧIX, 1947, σ. 11-24. G.P. MAJESKA, Notes on the Arcbaeology of St. Sophia ut Constantinople, Dumbarton Oaks Papers 32, 1978, σ. 308. πίν. Α.
[42] Ι. ZΩΝΑPAΣ, Ἐπιτομή Ἱστοριῶν, εκδ. Βόννης, 1837, τ. III, ΔΠΙ 315, στ. 20.
[43] Ε. ΡΑΤΙ.AGEAN, Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΙDES, L’ uonto bizantino, G. Cavallo, Bari 1992, σ. 24, 214.
[44] ΘΕΟΦΑΝΗΣ, Χρονογραφία. MIGNE, Patrologia Greca, (εκδ. Λ.Ε.Π.Ε.), Ἀθῆναι 2000, τ. 108 Α.Μ. 6288.
[45] Θ. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα 1986, σ. 132-134.
[46] Α. DI VITA, Gortyna, RAL 2000, σ. 661-669, και BCH, πίν. 39, σ. 517-525.
[47] DI VITA 1990-91, s. 481-486.
[48] 48A. GUILLOU, II funzionario, στο L’ uomo bizantino, σ. 259, 322, 327.

Τοποθεσία

Φωτογραφίες