Εκκλησία Κρήτης

Η Εκκλησία της Κρήτης είναι Αποστολική. Ο πρώτος πυρήνας χριστιανών οργανώθηκε περί το 64 μ.Χ. από τον Απόστολο Παύλο, κατά την γ΄ αποστολική περιοδεία του. Ο Παύλος ανέθεσε το συστηματικό έργο του εκχριστιανισμού της νήσου στον μαθητή του Απόστολο Τίτο, πρώτο επίσκοπο της νήσου. Ο επεκτεινόμενος Χριστιανισμός συνάντησε και στην Κρήτη την ισχυρή αντίδραση της εθνικής θρησκείας. Κατά τον διωγμό του Δεκίου (249–251 μ.Χ.) η Κρήτη προσέφερε τους Δέκα καλλίνικους μάρτυρες, που είναι εφεξής και η μεγάλη δόξα της. Με την επέκταση του Χριστιανισμού, οργανώθηκε και η Κρητική Εκκλησία με προκαθήμενο και επισκόπους, που αποτέλεσαν την τοπική σύνοδο. Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου και η Κρήτη ήταν μία από τις δώδεκα Αρχιεπισκοπές του Ιλλυρικού (όπως ονομαζόταν τότε η Βαλκανική Χερσόνησος). Από την άποψη των πρεσβειών κατείχε την ενδέκατη θέση ανάμεσα στις 64 αρχιεπισκοπές του Οικουμενικού Θρόνου της Κων/πόλεως.

Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης είχε έδρα τη Γόρτυνα, που ήταν και το διοικητικό κέντρο της νήσου ήδη από την εποχή της ρωμαιοκρατίας. Εδώ ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα, πιθανώς επί Ιουστινιανού, μεγαλοπρεπής ξυλόστεγη βασιλική προς τιμήν του πρώτου επισκόπου και πάτρωνα της κρητικής Εκκλησίας Αποστόλου Τίτου, και ο ναός αυτός εξελίχθηκε σε μέγα προσκύνημα, από τα μεγαλύτερα της χριστιανικής Ανατολής.

Στον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης υπήγοντο οι τοπικές επισκοπές, των οποίων ο αριθμός κυμαινόταν κατά περιόδους από δώδεκα έως και είκοσι. Στις αρχές του 8ου αιώνα οι επισκοπές ήταν δώδεκα και η Κρήτη αποκαλείται «δωδεκάθρονος». Ως την εποχή αυτή η Αρχιεπισκοπή Κρήτης υπαγόταν διοικητικά στο θρόνο της Ρώμης, αλλά οι εικονομάχοι βυζαντινοί αυτοκράτορες την απέσπασαν και την προσάρτησαν στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ( περί το 754 ), επειδή ο πάπας ακολουθούσε πολιτική εικονόφιλη.

Η περίοδος της Αραβοκρατίας (περίπου 824–961 μ.Χ.) αποτελεί τομή στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της Κρήτης. Οι Άραβες ίδρυσαν στην Κρήτη εμιράτο, με κέντρο το Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο. Η Κρήτη αποκόπηκε για 135 περίπου χρόνια από τον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας και από την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως και βυθίστηκε σε πλήρες σκότος.

Μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 αρχίζει η λεγόμενη δεύτερη περίοδο στην Κρήτη (961–1204). Πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο τώρα είναι ο Χάνδακας, που γίνεται έτσι και έδρα του προκαθημένου της Εκκλησίας Κρήτης. Κατά την επικρατούσα τότε εκκλησιαστική τάξη στο κλίμα του Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, η Εκκλησία Κρήτης είναι μητρόπολη και ο προκαθήμενος έχει τον τίτλο του μητροπολίτη, με υποκείμενους δώδεκα επισκόπους. Στον Χάνδακα ιδρύθηκε περικαλλής μητροπολιτικός ναός και πάλι προς τιμή του Αποστόλου Τίτου, προστάτη της Κρητικής Εκκλησίας, πιθανότατα στην ίδια θέση που βρίσκεται σήμερα ο ομώνυμος ναός.

Κατά την μακρότατη περίοδο της βενετοκρατίας (1204–1669) η εκκλησιαστική κατάσταση στην Κρήτη μεταβάλλεται ριζικά. Οι Βενετοί απομάκρυναν τους Ορθόδοξους αρχιερείς της νήσου, ονόμασαν την Εκκλησία Κρήτης Αρχιεπισκοπή, κατά τα λατινικά πρότυπα, και εγκατέστησαν λατίνο αρχιεπίσκοπο και λατίνους επισκόπους, σε μία φανερή προσπάθεια να εκλατινίσουν τον ορθόδοξο κρητικό λαό, ο οποίος εντούτοις παρέμενε φανατικά προσηλωμένος στο δόγμα των πατέρων του. Και είναι αξιοθαύμαστο γεγονός ότι η Ορθοδοξία στην Κρήτη αντιστάθηκε στις πιέσεις της λατινικής Εκκλησίας, και μάλιστα χωρίς επισκόπους. Την ορθοδοξία στην Κρήτη στήριξαν τους κρίσιμους εκείνους καιρούς τα πολυάριθμα ορθόδοξα μοναστήρια, δραστήριοι ηγούμενοι και λόγιοι μοναχοί, και ο απλός κλήρος των χωριών και των αστικών κέντρων. Τα μοναστήρια ήταν οι μεγάλες και ισχυρές εστίες της βυζαντινής παράδοσης και της ορθοδοξίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Η μοναστική ορθοδοξία της Κρήτης ύψωσε αρραγές τείχος ανάμεσα στους κυρίαρχους Βενετούς και στο βασανιζόμενο λαό και διαφύλαξε έτσι όχι μόνο τη θρησκευτική, αλλά και την εθνική ενότητα της νήσου σε καιρούς εξαιρετικά σκληρούς. Οι πρωτοπαπάδες, που είχαν την έδρα τους στις πόλεις της νήσου και στα μεγάλα κέντρα της υπαίθρου, ήταν άνθρωποι του καθεστώτος, ουνίτες κατά το δόγμα, μισθοδοτούμενοι από το κράτος, με όχι πάντοτε ακμαία εθνική και θρησκευτική συνείδηση.

Οι Βενετοί απαγόρευαν αυστηρά ακόμα και την παρουσία ορθόδοξων επισκόπων στην Κρήτη, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο φρόντιζε να διατηρεί τον τίτλο του ορθόδοξου προκαθημένου της Κρητικής Εκκλησίας, ως «υπερορίου», δηλαδή έξω από τα φυσικά όρια της εκκλησιαστικής του δικαιοδοσίας.

Η σημαντικότερη παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κρήτη κατά την περίοδο της βενετοκρατίας, ήταν η αποστολή ενός δραστήριου θεολόγου και κήρυκα του Ευαγγελίου, του Ιωσήφ Βρυεννίου. Ο Βρυέννιος, που παρέμεινε στην Κρήτη μία περίπου εικοσαετία (1381–1401), στήριξε την ορθοδοξία στη νήσο και αντιμετώπισε επιτυχώς τους φιλοδυτικούς θεολόγους της εποχής, όπως τον Μάξιμο Χρυσοβέργη και τον Δημήτριο Κυδώνη.

Η τουρκοκρατία (1645–1898) μετέβαλε, ανάμεσα στα άλλα, και τη θρησκευτική κατάσταση στην Κρήτη. Μία από τις πρώτες πολιτικές πράξεις της τουρκικής διοίκησης ήταν και η αποκατάσταση της ορθόδοξης ιεραρχίας στην κρητική Εκκλησία. Με εισήγηση πιθανώς του μεγάλου διερμηνέα Παναγιώτη Νικουσίου, που παρακολουθούσε την τουρκική εκστρατεία στην Κρήτη, χειροτονήθηκε ήδη από το 1647 μητροπολίτης Κρήτης ο Νεόφυτος Πατελλάρος, αδελφός της ιστορικής μονής Αρκαδίου, και συγγενής του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Αθανασίου Γ΄ του Πατελλάρου. Η παραχώρηση αυτή, που ήταν βέβαια σύμφωνη με την πάγια πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποσκοπούσε συν τοις άλλοις και στον επηρεασμό των ορθοδόξων Κρητών, που θα έβλεπαν τώρα, για πρώτη φορά έπειτα από την μακρόχρονη περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, ορθόδοξους ιεράρχες στη νήσο. Μετά το 1700 ο μητροπολίτης Κρήτης τιτλοφορείται «Κρήτης και πάσης Ευρώπης». Είναι ο επίσημος τίτλος που φέρει και σήμερα. Στην επισκοπική του περιφέρεια είχε την αρχαία επισκοπή Γορτύνης, καθώς και την μακρινή επαρχία Σφακίων, που λόγω της μεγάλης αποστάσεως, έμενε ουσιαστικά αποίμαντη. Εκτός από τα διοικητικά προβλήματα, που αντιμετώπιζε ο μητροπολίτης Κρήτης κατά τους σκοτεινούς χρόνους της τουρκοκρατίας, μείζον πρόβλημα ήταν και η έλλειψη μητροπολιτικού ναού. Μετά την άλωση του Χάνδακα οι Τούρκοι αναγνώρισαν και παραχώρησαν στους Χριστιανούς του Χάνδακα μια μόνο εκκλησία, τον Άγιο Ματθαίο, που ήταν μετόχι της μεγάλης Μονής του Σινά.

Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την οικοδομή ναού και με σκληρούς αγώνες κατόρθωσε ο δραστήριος μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος Λετίτζης (καταγόμενος από το Βενεράτο Τεμένους) να αποσπάσει την άδεια και να ανεγείρει το μικρό ναό του Αγίου Μηνά (περί το 1735) και να τον καθιερώσει ως μητροπολιτικό ναό. Ο ναός αυτός, που εγκαινιάστηκε στις 10 Νοεμβρίου 1735, συνδέθηκε με την ιστορία και τη ζωή του τουρκοκρατούμενου Χάνδακα. Έγινε το κέντρο και η εστία της μικρής και φοβισμένης χριστιανικής κοινότητας του Ηρακλείου και ο Άγιος Μηνάς κατέστη το σύμβολο της υπερφυσικής προστασίας της πόλης. Ο ναός κοσμήθηκε με πολύτιμες εικόνες και αφιερώματα και είναι σήμερα ένα αληθινό μουσείο εκκλησιαστικής τέχνης, το σέμνωμα της ιστορικής πόλης του Ηρακλείου. Το 1800 ο μητροπολίτης Γεράσιμος Παρδάλης έφερε από τη μονή Βροντησίου έξι μεγάλες εικόνες του περιώνυμου ζωγράφου Μιχαήλ Δαμασκηνού και διακόσμησε το ναό.

Κατά τους σκληρούς εκείνους χρόνους το Οικουμενικό Πατριαρχείο βοηθούσε με διάφορους τρόπους την Εκκλησία Κρήτης. Το πιο σημαντικό είναι ότι, εκμεταλλευόμενο τα αναγνωρισμένα προνόμιά του, έσπευσε να θέσει υπό την προστασία του τα μεγάλα μοναστήρια της Κρήτης, ανακηρύσσοντάς τα σταυροπηγιακά. Ασφαλώς για το λόγο αυτό, της πρόνοιας δηλαδή για τη σωτηρία τους ο πρώτος μητροπολίτης της περιόδου της τουρκοκρατίας, ο Νεόφυτος Πατελλάρος, παραχώρησε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη από το 1654 μερικά πλούσια και μεγάλα κρητικά μοναστήρια, όπως του Αρκαδίου, του Αρσανίου, της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, της Θεοτόκου του Γδερνέττου, της Χρυσοπηγής των Χανίων, της Ιερουσαλήμ Μαλεβυζίου κλπ.

Κατά τη μεγάλη επανάσταση του 1821 η Εκκλησία Κρήτης αποκεφαλίστηκε. Στη μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου της 24 Ιουνίου 1821, οι εξαγριωμένοι Τούρκοι κατέσφαξαν τον μητροπολίτη Κρήτης και πέντε επισκόπους.

Το 1862 οι επισκοπές της Κρήτης ανασυστήθηκαν, εκτός από την Κνωσού, που οριστικά καταργήθηκε και προσαρτήθηκε στην μητρόπολη. Ο δραστήριος μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος Χαριτωνίδης, ο κατόπιν Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος θεμελίωσε το νέο μεγάλο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά ο οποίος εγκαινιάστηκε το 1895.

Η κατάσταση της Εκκλησίας της Κρήτης ρυθμίστηκε με νόμο της της Κρητικής Πολιτείας το 1900.

Ο προκαθήμενος της Κρητικής Εκκλησίας εκλέγεται από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και η ενθρόνισή του γίνεται με διάταγμα της Ελληνικής Πολιτείας.

Το 1962, με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου όλοι οι επίσκοποι Κρήτης έλαβαν τον τίτλο του μητροπολίτη, ενώ το 1967, η μητρόπολη Κρήτης ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή και ο μητροπολίτης Κρήτης σε Αρχιεπίσκοπο.