Ιερά Μονή Τοπλού
Η Μονή Τοπλού, ή Ακρωτηριανή, όπως ονομάζεται λόγω της θέσης της στο ανατολικό άκρο της Κρήτης, αποτελεί μία από τις πλέον ονομαστές και σημαντικές μονές του νησιού. Η ανίδρυσή της ανάγεται πιθανόν στον ύστερο 14ο αι., εποχή κατά την οποία ανεγέρθηκε το αρχικό καθολικό, αφιερωμένο στο Γεννέσιο της Θεοτόκου. Το μοναστήρι απέκτησε την φρουριακή του μορφή μετά την συστηματική λεηλασία του από Τούρκους πειρατές που επέδραμαν στην ανατολική Κρήτη, στα τέλη του 15ου αι.. Η ανοικοδόμησή του συνδέεται από την παράδοση με τις βενετοκρητικές οικογένειες των Κορνάρων και των Μέτζων της Σητείας. Ο μεγάλος σεισμός του 1612 προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο μοναστηριακό συγκρότημα το οποίο ανακαινίστηκε εκ νέου από τον λόγιο ηγούμενο Γαβριήλ Παντόγαλο με την συνδρομή και του ενετικού κράτους. Την περίοδο αυτή επεκτάθηκε και ο ναός της Παναγίας με την διεύρυνση του αρχικού κλίτους και την προσθήκη στα νότια του κλίτους του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, ο 17ος αι. αποτέλεσε περίοδο ακμής για τη μονή η οποία κατείχε μεγάλη περιουσία, όχι μόνο στην ανατολική Κρήτη αλλά και στην πόλη του Χάνδακα. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η λειτουργία της συνεχίστηκε απρόσκοπτα παρά το γεγονός ότι υπέστη πολλές λεηλασίες και καταστροφές, εξαιτίας και της συμμετοχής των μοναχών στους απελευθερωτικούς αγώνες. Το κτηριακό συγκρότημά της, με έντονο τον φρουριακό του χαρακτήρα, αναπτύσσεται σε τρεις ορόφους γύρω από μία μικρή αυλή στην νότια πλευρά της οποίας βρίσκεται το καθολικό. Χαρακτηριστικά της περιόδου κατά την οποία η μονή προσέλαβε την οριστική της μορφή είναι το αναγεννησιακό, διώροφο καμπαναριό που υψώνεται στη στέγη της δυτικής πτέρυγας αλλά και η πρόσοψη του καθολικού στην οποία έχουν εντοιχιστεί αρχαίες αλλά και σύγχρονες με την ανέγερσή του επιγραφές, όπως αυτή του ηγουμένου Γαβριήλ Παντόγαλου σε ελεγειακά δίστιχα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εσωτερικό του καθολικού του οποίου το αρχικό κτίσμα που σήμερα ενέχει θέση ιερού βήματος, φέρει τοιχογραφικό διάκοσμο του β΄ μισού του 14ου αι. με σκηνές από τον κύκλο του Χριστού και της Παναγίας. Στον ναό εκτίθενται ορισμένες εξαιρετικές εικόνες όπως ο Χριστός Παντοκράτορας, του β΄ μισού του 15ου αι., που συνδέεται με έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Κρητικής Σχολής, τον Ανδρέα Ρίτζο, αλλά και η εικόνα «Μέγας εἶ, Κύριε …», του 1770, του ζωγράφου Ιωάννη Κορνάρου, στην οποία εικονογραφείται το σύνολο σχεδόν των στίχων της ευχής του Μεγάλου Αγιασμού. Σημαντικές εικόνες, χειρόγραφα, παλαίτυπα βιβλία και χαρακτικά που καλύπτουν μία μακρά περίοδο, από τον 15ο έως και τον 19ο αι., εκτίθενται στους δύο παράπλευρα διαμορφωμένους ως μουσείο ισόγειους χώρους της μονής.