Αναζήτηση μνημείων

Αν και η παλαιότερη αναφορά στη μονή ανάγεται το 1549, επί ηγουμενείας Ιωακείμ Κοντοϊωάννη, η χρονολόγηση του τοιχογραφημένου βόρειου κλίτους του καθολικού στον 14ο αι., τοποθετούν την πρώτη χρήση του χώρου σε παλαιότερη περίοδο. Πράγματι η περίοδος ακμής της μονής, όπως διαπιστώνεται από τα σωζόμενα κτίσματα, υπήρξε ο 16ος αι. Το 1558, επί ηγουμενείας Ιωακείμ, κατασκευάζεται το επιβλητικό, δυτικού τύπου, πυργόμορφο κωδωνοστάσιο. Στη νότια πλευρά του, κάτω από την ανάγλυφη παράσταση του αγίου Γεωργίου του Δρακοντοκτόνου, αναγράφονται τα ονόματα των κτητόρων Ιωακείμ και Μακαρίου. Το 1592 ιδρύεται το νότιο κλίτος αφιερωμένο στον άγιο Δημήτριο από τον ηγούμενο Γεδεών, σύμφωνα με τη σωζόμενη κτητορική επιγραφή σε ιαμβικό τρίμετρο στίχο. Μετά από μία περίοδο εγκατάλειψης, το β΄ μισό του 19ου αι., ο μοναχός Άνθιμος Μανιουδάκης ανασυγκρότησε τη μονή και ανακατασκεύασε πολλά από τα ερειπωμένα κτίσματα γύρω από το καθολικό. Στο εσωτερικό του ναού, το ιδιαίτερα επιμελημένο ξύλινο τέμπλο, κατασκευασμένο από τους γνωστούς Λασιθιώτες ξυλογλύπτες αδελφούς Μαρκάκη, φέρει πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο. Παρά το γεγονός ότι η μονή ήταν ανενεργή ήδη από το 1900, τα τελευταία χρόνια τα σωζόμενα κυρίως από τον 19ο αι. κτήριά της έχουν μερικώς αναστηλωθεί.